- γυμνοκώλης
- -α, -ικο1. αυτός που έχει γυμνά οπίσθια, ο πίθηκος2. ρακένδυτος, κουρελής3. αυτός που δεν έχει περιουσία4. (για γυναίκα) αυτή που δεν έχει προίκα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυμνόκωλος — η, ο ο γυμνοκώλης … Dictionary of Greek
γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… … Dictionary of Greek